αγορίστικος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αγορίστικος • (agorístikos) m (feminine αγορίστικη, neuter αγορίστικο)
- boyish
- Synonym: ανδροπρεπής (androprepís)
Declension[edit]
Declension of αγορίστικος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγορίστικος • | αγορίστικη • | αγορίστικο • | αγορίστικοι • | αγορίστικες • | αγορίστικα • |
genitive | αγορίστικου • | αγορίστικης • | αγορίστικου • | αγορίστικων • | αγορίστικων • | αγορίστικων • |
accusative | αγορίστικο • | αγορίστικη • | αγορίστικο • | αγορίστικους • | αγορίστικες • | αγορίστικα • |
vocative | αγορίστικε • | αγορίστικη • | αγορίστικο • | αγορίστικοι • | αγορίστικες • | αγορίστικα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγορίστικος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγορίστικος, etc.) |
Related terms[edit]
- αγορίστικα (agorístika, “boyishly”)
- see: αγόρι n (agóri, “boy”)