αντικατασκοπία
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Noun[edit]
αντικατασκοπία • (antikataskopía) f (plural αντικατασκοπίες)
- Alternative form of αντικατασκοπεία (antikataskopeía)
Declension[edit]
declension of αντικατασκοπία
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αντικατασκοπία • | αντικατασκοπίες • |
genitive | αντικατασκοπίας • | αντικατασκοπιών • |
accusative | αντικατασκοπία • | αντικατασκοπίες • |
vocative | αντικατασκοπία • | αντικατασκοπίες • |