αποπροσανατολισμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Etymology[edit]
Perfect participle of αποπροσανατολίζομαι (apoprosanatolízomai), passive voice of αποπροσανατολίζω (apoprosanatolízo, “to disorient”).
Pronunciation[edit]
Participle[edit]
αποπροσανατολισμένος • (apoprosanatolisménos) m (feminine αποπροσανατολισμένη, neuter αποπροσανατολισμένο)
- disoriented
- Είμαι αποπροσανατολισμένος από όλο αυτό το περπάτημα χωρίς νερό.
- Eímai apoprosanatolisménos apó ólo aftó to perpátima chorís neró.
- I am disoriented from all this walking without water.
Declination[edit]
Declension of αποπροσανατολισμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποπροσανατολισμένος • | αποπροσανατολισμένη • | αποπροσανατολισμένο • | αποπροσανατολισμένοι • | αποπροσανατολισμένες • | αποπροσανατολισμένα • |
genitive | αποπροσανατολισμένου • | αποπροσανατολισμένης • | αποπροσανατολισμένου • | αποπροσανατολισμένων • | αποπροσανατολισμένων • | αποπροσανατολισμένων • |
accusative | αποπροσανατολισμένο • | αποπροσανατολισμένη • | αποπροσανατολισμένο • | αποπροσανατολισμένους • | αποπροσανατολισμένες • | αποπροσανατολισμένα • |
vocative | αποπροσανατολισμένε • | αποπροσανατολισμένη • | αποπροσανατολισμένο • | αποπροσανατολισμένοι • | αποπροσανατολισμένες • | αποπροσανατολισμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποπροσανατολισμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποπροσανατολισμένος, etc.) |
Antonyms[edit]
- προσανατολισμένος (prosanatolisménos)
Related terms[edit]
- see: αποπροσανατολίζω (apoprosanatolízo, “to disorient”)