αρχαιοζωικός
Jump to navigation
Jump to search
See also: Αρχαιοζωικός
Greek[edit]
Adjective[edit]
αρχαιοζωικός • (archaiozoïkós) m (feminine αρχαιοζωική, neuter αρχαιοζωικό)
- (geology) Archaean
- αρχαιοζωικός αιώνας ― archaiozoïkós aiónas ― Archaean eon
- αρχαιοζωικός μεγααιώνας ― archaiozoïkós megaaiónas ― Archaean eon
Declension[edit]
Declension of αρχαιοζωικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρχαιοζωικός • | αρχαιοζωική • | αρχαιοζωικό • | αρχαιοζωικοί • | αρχαιοζωικές • | αρχαιοζωικά • |
genitive | αρχαιοζωικού • | αρχαιοζωικής • | αρχαιοζωικού • | αρχαιοζωικών • | αρχαιοζωικών • | αρχαιοζωικών • |
accusative | αρχαιοζωικό • | αρχαιοζωική • | αρχαιοζωικό • | αρχαιοζωικούς • | αρχαιοζωικές • | αρχαιοζωικά • |
vocative | αρχαιοζωικέ • | αρχαιοζωική • | αρχαιοζωικό • | αρχαιοζωικοί • | αρχαιοζωικές • | αρχαιοζωικά • |
Related terms[edit]
- Αρχαιοζωικός m (Archaiozoïkós, “(the) Archaean”)
See also[edit]
Further reading[edit]
- Γεωλογικός χρόνος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el