αστιγματισμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Noun[edit]
αστιγματισμός • (astigmatismós) m (plural αστιγματισμοί)
Declension[edit]
Declension of αστιγματισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αστιγματισμός • | αστιγματισμοί • |
genitive | αστιγματισμού • | αστιγματισμών • |
accusative | αστιγματισμό • | αστιγματισμούς • |
vocative | αστιγματισμέ • | αστιγματισμοί • |