προσαρμόσιμος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
προσαρμόσιμος • (prosarmósimos) m (feminine προσαρμόσιμη, neuter προσαρμόσιμο)
Declension[edit]
Declension of προσαρμόσιμος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προσαρμόσιμος • | προσαρμόσιμη • | προσαρμόσιμο • | προσαρμόσιμοι • | προσαρμόσιμες • | προσαρμόσιμα • |
genitive | προσαρμόσιμου • | προσαρμόσιμης • | προσαρμόσιμου • | προσαρμόσιμων • | προσαρμόσιμων • | προσαρμόσιμων • |
accusative | προσαρμόσιμο • | προσαρμόσιμη • | προσαρμόσιμο • | προσαρμόσιμους • | προσαρμόσιμες • | προσαρμόσιμα • |
vocative | προσαρμόσιμε • | προσαρμόσιμη • | προσαρμόσιμο • | προσαρμόσιμοι • | προσαρμόσιμες • | προσαρμόσιμα • |
Related terms[edit]
- see: προσαρμόζω (prosarmózo, “to adapt or adjust”)
Further reading[edit]
- προσαρμόσιμος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.