απροσμάχητος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
απροσμάχητος • (aprosmáchitos) m (feminine απροσμάχητη, neuter απροσμάχητο)
- impregnable, unconquerable, invincible
- Synonym: ακαταμάχητος (akatamáchitos)
Declension[edit]
Declension of απροσμάχητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απροσμάχητος • | απροσμάχητη • | απροσμάχητο • | απροσμάχητοι • | απροσμάχητες • | απροσμάχητα • |
genitive | απροσμάχητου • | απροσμάχητης • | απροσμάχητου • | απροσμάχητων • | απροσμάχητων • | απροσμάχητων • |
accusative | απροσμάχητο • | απροσμάχητη • | απροσμάχητο • | απροσμάχητους • | απροσμάχητες • | απροσμάχητα • |
vocative | απροσμάχητε • | απροσμάχητη • | απροσμάχητο • | απροσμάχητοι • | απροσμάχητες • | απροσμάχητα • |
Further reading[edit]
- “απροσμάχητος”, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998