αρκετούτσικος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αρκετούτσικος • (arketoútsikos) m (feminine αρκετούτσικη, neuter αρκετούτσικο)
- quite a, quite a few, goodish
- Είναι αρκετούτσικη απόσταση από δω ― Eínai arketoútsiki apóstasi apó do ― It's a quite step from here
Declension[edit]
Declension of αρκετούτσικος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρκετούτσικος • | αρκετούτσικη • | αρκετούτσικο • | αρκετούτσικοι • | αρκετούτσικες • | αρκετούτσικα • |
genitive | αρκετούτσικου • | αρκετούτσικης • | αρκετούτσικου • | αρκετούτσικων • | αρκετούτσικων • | αρκετούτσικων • |
accusative | αρκετούτσικο • | αρκετούτσικη • | αρκετούτσικο • | αρκετούτσικους • | αρκετούτσικες • | αρκετούτσικα • |
vocative | αρκετούτσικε • | αρκετούτσικη • | αρκετούτσικο • | αρκετούτσικοι • | αρκετούτσικες • | αρκετούτσικα • |
Related terms[edit]
- see: αρκετός (arketós, “enough”, adjective)