ορθογωνιότητα
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Noun[edit]
ορθογωνιότητα • (orthogoniótita) f
Declension[edit]
declension of ορθογωνιότητα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | ορθογωνιότητα • | ορθογωνιότητες • |
genitive | ορθογωνιότητας • | ορθογωνιότήτων • |
accusative | ορθογωνιότητα • | ορθογωνιότητες • |
vocative | ορθογωνιότητα • | ορθογωνιότητες • |