παρισιάνικος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
παρισιάνικος • (parisiánikos) m (feminine παρισιάνικη, neuter παρισιάνικο)
Declension[edit]
Declension of παρισιάνικος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | παρισιάνικος • | παρισιάνικη • | παρισιάνικο • | παρισιάνικοι • | παρισιάνικες • | παρισιάνικα • |
genitive | παρισιάνικου • | παρισιάνικης • | παρισιάνικου • | παρισιάνικων • | παρισιάνικων • | παρισιάνικων • |
accusative | παρισιάνικο • | παρισιάνικη • | παρισιάνικο • | παρισιάνικους • | παρισιάνικες • | παρισιάνικα • |
vocative | παρισιάνικε • | παρισιάνικη • | παρισιάνικο • | παρισιάνικοι • | παρισιάνικες • | παρισιάνικα • |
Synonyms[edit]
- παρισινός (parisinós)
Related terms[edit]
- see: Παρίσι n (Parísi, “Paris”)