τετραπλάσιος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
τετραπλάσιος • (tetraplásios) m (feminine τετραπλάσια, neuter τετραπλάσιο)
Declension[edit]
Declension of τετραπλάσιος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τετραπλάσιος • | τετραπλάσια • | τετραπλάσιο • | τετραπλάσιοι • | τετραπλάσιες • | τετραπλάσια • |
genitive | τετραπλάσιου • | τετραπλάσιας • | τετραπλάσιου • | τετραπλάσιων • | τετραπλάσιων • | τετραπλάσιων • |
accusative | τετραπλάσιο • | τετραπλάσια • | τετραπλάσιο • | τετραπλάσιους • | τετραπλάσιες • | τετραπλάσια • |
vocative | τετραπλάσιε • | τετραπλάσια • | τετραπλάσιο • | τετραπλάσιοι • | τετραπλάσιες • | τετραπλάσια • |