User talk:ArielGlenn/Template:ανώμαλα ρήματα

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

draft template for irregular verbs that have all tenses (present, past imperfective, past perfective) with one aorist stem and one present perfect stem. anything Verbs weirder than that will use the "ridiculously irregular verbs" template, should that ever get written.

This tempate expects 18 (that's right, eighteen) arguments:

  1. first person singular present, full form
  2. second person singular present, minus the -ς
  3. third person singlar present, full form
  4. first person plural present, minus the -με
  5. second person plural present, minus the -τε
  6. third person plural present, minus the -ν
  7. second person singluar imperfective imperative, full form
  8. second person plural imperfective imperative, minus the -τε
  9. first person singular past imperfective, minus the -α
  10. first person plural past imperfective, minus the -αμε
  11. first person singular past perfective, minus the -α
  12. first person plural past perfective, minus the -αμε
  13. stem of the perfective infinitive
  14. stem of the first person plural future perfective, minus the -με
  15. stem of the second person plural future perfective, minus the -τε
  16. stem of the past participle
  17. second person singular perfective imperative, full form
  18. second person plural perfective imperative, minus the -τε

It's a bummer, But this is still not the worst of the worst.

Here's sample usage:

{{{User:ArielGlenn/Template:ανώμαλα_ρήματα|ακούω|ακού|ακούει|ακού|ακού|ακού|άκου|ακού|άκουγ|ακούγ|άκουσ|ακούσ|ακούσ|ακούσου|ακούσε|ακουσμ|άκουσε|ακούσ}}}

and here is the real thing in use:

impersonal forms
perfective infinitive
ακούσει
present participle
ακούγοντας
forms with person
person singular plural
first second third first second third
indicative εγώ εσύ αυτός εμείς εσείς αυτοί
simple
tenses
present ακούω ακούς ακούει ακούμε ακούτε ακούν
past
imperfective
άκουγα άκουγες άκουγε ακούγαμε ακούγατε άκουγαν
past
perfective
άκουσα άκουσες άκουσε ακούσαμε ακούσατε άκουσαν
compund
tenses
future
imperfective
θα ακούω θα ακούς θα ακούει θα ακούμε θα ακούτε θα ακούν
future
perfective
θα ακούσω θα ακούσεις θα ακούσει θα ακούσουμε θα ακούσετε θα ακούσουν
present
perfect 1
έχω ακούσει έχεις ακούσει έχει ακούσει έχουμε ακούσει έχετε ακούσει έχουν ακούσει
present
perfect 2
έχω ακουσμένο έχεις ακουσμένο έχει ακουσμένο έχουμε ακουσμένο έχετε ακουσμένο έχουν ακουσμένο
past
perfect 1
είχα ακούσει είχες ακούσει είχε ακούσει είχαμε ακούσει είχατε ακούσει είχαν ακούσει
past
perfect 2
είχα ακουσμένο είχες ακουσμένο είχε ακουσμένο είχαμε ακουσμένο είχατε ακουσμένο είχαν ακουσμένο
future
perfect 1
θα έχω ακούσει θα έχεις ακούσει θα έχει ακούσει θα έχουμε ακούσει θα έχετε ακούσει θα έχουν ακούσει
future
perfect 2
θα έχω ακουσμένο θα έχεις ακουσμένο θα έχει ακουσμένο θα έχουμε ακουσμένο θα έχετε ακουσμένο θα έχουν ακουσμένο
subjunctive εγώ εσύ αυτός εμείς εσείς αυτοί
compound
tenses
imperfective να ακούω να ακούς να ακούει να ακούμε να ακούτε να ακούν
perfective να ακούσω να ακούσεις να ακούσει να ακούσουμε να ακούσετε να ακούσουν
present
perfect 1
να έχω ακούσει να έχεις ακούσει να έχει ακούσει να έχουμε ακούσει να έχετε ακούσει να έχουν ακούσει
present
perfect 2
να έχω ακουσμένο να έχεις ακουσμένο να έχει ακουσμένο να έχουμε ακουσμένο να έχετε ακουσμένο να έχουν ακουσμένο
imperative - (εσύ) - - (εσείς) -
simple
tenses
imperfective άκου ακούτε
perfective άκουσε ακούστε

Now to test with some other verbs that are irregular (but not ridiculously irregular):

μπαίνω:

impersonal forms
perfective infinitive
μπει
present participle
μπαίνοντας
forms with person
person singular plural
first second third first second third
indicative εγώ εσύ αυτός εμείς εσείς αυτοί
simple
tenses
present μπαίνω μπαίνεις μπαίνει μπαίνουμε μπαίνετε μπαίνουν
past
imperfective
έμπαινα έμπαινες έμπαινε μπαίναμε μπαίνατε έμπαιναν
past
perfective
μπήκα μπήκες μπήκε μπήκαμε μπήκατε μπήκαν
compund
tenses
future
imperfective
θα μπαίνω θα μπαίνεις θα μπαίνει θα μπαίνουμε θα μπαίνετε θα μπαίνουν
future
perfective
θα μπω θα μπεις θα μπει θα μπούμε θα μπείτε θα μπουν
present
perfect 1
έχω μπει έχεις μπει έχει μπει έχουμε μπει έχετε μπει έχουν μπει
present
perfect 2
έχω μπασμένο έχεις μπασμένο έχει μπασμένο έχουμε μπασμένο έχετε μπασμένο έχουν μπασμένο
past
perfect 1
είχα μπει είχες μπει είχε μπει είχαμε μπει είχατε μπει είχαν μπει
past
perfect 2
είχα μπασμένο είχες μπασμένο είχε μπασμένο είχαμε μπασμένο είχατε μπασμένο είχαν μπασμένο
future
perfect 1
θα έχω μπει θα έχεις μπει θα έχει μπει θα έχουμε μπει θα έχετε μπει θα έχουν μπει
future
perfect 2
θα έχω μπασμένο θα έχεις μπασμένο θα έχει μπασμένο θα έχουμε μπασμένο θα έχετε μπασμένο θα έχουν μπασμένο
subjunctive εγώ εσύ αυτός εμείς εσείς αυτοί
compound
tenses
imperfective να μπαίνω να μπαίνεις να μπαίνει να μπαίνουμε να μπαίνετε να μπαίνουν
perfective να μπω να μπεις να μπει να μπούμε να μπείτε να μπουν
present
perfect 1
να έχω μπει να έχεις μπει να έχει μπει να έχουμε μπει να έχετε μπει να έχουν μπει
present
perfect 2
να έχω μπασμένο να έχεις μπασμένο να έχει μπασμένο να έχουμε μπασμένο να έχετε μπασμένο να έχουν μπασμένο
imperative - (εσύ) - - (εσείς) -
simple
tenses
imperfective μπαίνε μπαίνετε
perfective μπες, έμπα μπείτε

βλέπω:

impersonal forms
perfective infinitive
δει
present participle
βλπέποντας
forms with person
person singular plural
first second third first second third
indicative εγώ εσύ αυτός εμείς εσείς αυτοί
simple
tenses
present βλέπω βλέπεις βλέπει βλέπουμε βλέπετε βλέπουν
past
imperfective
έβλεπα έβλεπες έβλεπε βλπέπαμε βλπέπατε έβλεπαν
past
perfective
είδα είδες είδε είδαμε είδατε είδαν
compund
tenses
future
imperfective
θα βλέπω θα βλέπεις θα βλέπει θα βλέπουμε θα βλέπετε θα βλέπουν
future
perfective
θα δω θα δεις θα δει θα δούμε θα δείτε θα δουν
present
perfect 1
έχω δει έχεις δει έχει δει έχουμε δει έχετε δει έχουν δει
present
perfect 2
έχω ιδωμένο έχεις ιδωμένο έχει ιδωμένο έχουμε ιδωμένο έχετε ιδωμένο έχουν ιδωμένο
past
perfect 1
είχα δει είχες δει είχε δει είχαμε δει είχατε δει είχαν δει
past
perfect 2
είχα ιδωμένο είχες ιδωμένο είχε ιδωμένο είχαμε ιδωμένο είχατε ιδωμένο είχαν ιδωμένο
future
perfect 1
θα έχω δει θα έχεις δει θα έχει δει θα έχουμε δει θα έχετε δει θα έχουν δει
future
perfect 2
θα έχω ιδωμένο θα έχεις ιδωμένο θα έχει ιδωμένο θα έχουμε ιδωμένο θα έχετε ιδωμένο θα έχουν ιδωμένο
subjunctive εγώ εσύ αυτός εμείς εσείς αυτοί
compound
tenses
imperfective να βλέπω να βλέπεις να βλέπει να βλέπουμε να βλέπετε να βλέπουν
perfective να δω να δεις να δει να δούμε να δείτε να δουν
present
perfect 1
να έχω δει να έχεις δει να έχει δει να έχουμε δει να έχετε δει να έχουν δει
present
perfect 2
να έχω ιδωμένο να έχεις ιδωμένο να έχει ιδωμένο να έχουμε ιδωμένο να έχετε ιδωμένο να έχουν ιδωμένο
imperative - (εσύ) - - (εσείς) -
simple
tenses
imperfective βλέπε βλέπετε
perfective δες δείτε

πίνω:

impersonal forms
perfective infinitive
πιει
present participle
πίνοντας
forms with person
person singular plural
first second third first second third
indicative εγώ εσύ αυτός εμείς εσείς αυτοί
simple
tenses
present πίνω πίνεις πίνει πίνουμε πίνετε πίνουν
past
imperfective
έπινα έπινες έπινε πίναμε πίνατε έπιναν
past
perfective
ήια ήιες ήιε ήπιαμε ήπιατε ήιαν
compund
tenses
future
imperfective
θα πίνω θα πίνεις θα πίνει θα πίνουμε θα πίνετε θα πίνουν
future
perfective
θα πιω θα πιεις θα πιει θα πιούμε θα πιείτε θα πιουν
present
perfect 1
έχω πιει έχεις πιει έχει πιει έχουμε πιει έχετε πιει έχουν πιει
present
perfect 2
έχω πιωμένο έχεις πιωμένο έχει πιωμένο έχουμε πιωμένο έχετε πιωμένο έχουν πιωμένο
past
perfect 1
είχα πιει είχες πιει είχε πιει είχαμε πιει είχατε πιει είχαν πιει
past
perfect 2
είχα πιωμένο είχες πιωμένο είχε πιωμένο είχαμε πιωμένο είχατε πιωμένο είχαν πιωμένο
future
perfect 1
θα έχω πιει θα έχεις πιει θα έχει πιει θα έχουμε πιει θα έχετε πιει θα έχουν πιει
future
perfect 2
θα έχω πιωμένο θα έχεις πιωμένο θα έχει πιωμένο θα έχουμε πιωμένο θα έχετε πιωμένο θα έχουν πιωμένο
subjunctive εγώ εσύ αυτός εμείς εσείς αυτοί
compound
tenses
imperfective να πίνω να πίνεις να πίνει να πίνουμε να πίνετε να πίνουν
perfective να πιω να πιεις να πιει να πιούμε να πιείτε να πιουν
present
perfect 1
να έχω πιει να έχεις πιει να έχει πιει να έχουμε πιει να έχετε πιει να έχουν πιει
present
perfect 2
να έχω πιωμένο να έχεις πιωμένο να έχει πιωμένο να έχουμε πιωμένο να έχετε πιωμένο να έχουν πιωμένο
imperative - (εσύ) - - (εσείς) -
simple
tenses
imperfective πίνε πίνετε
perfective πιες πιείτε

ανεβαίνω: failure with ανεβαίνω, too irregular (two perfective stems, one of them like this: να ανεβώ which means having to specify (maybe) *all* of those forms. That's for another template.